Ένα απομονωμένο χωριό, όπου τίποτα δεν αλλάζει. Οι άνθρωποι ζουν όπως έζησαν οι γονείς τους, όπως θα ζήσουν τα παιδιά τους. Ή έτσι νομίζουν.
Μέχρι που εμφανίζονται δύο ξένοι: ένας άντρας που προσφέρει τα πάντα χωρίς να ζητά αντάλλαγμα και ένα παιδί που δεν μιλά.
Ποιοι είναι; Τι θέλουν; Τι είναι ο Άγγελος; Ευεργέτης ή εισβολέας; Γιατί το παιδί μοιάζει να κουβαλά ένα μυστικό που κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει;
Στην αρχή, τους παρατηρούν. Μετά, τους αμφισβητούν. Και ύστερα, η καχυποψία μετατρέπεται σε φόβο. Το χωριό αρχίζει να καταρρέει - όχι μόνο τα σπίτια και οι δρόμοι του, αλλά και οι βεβαιότητες που το κρατούσαν όρθιο.
Γιατί κάποιες αφίξεις δεν φέρνουν απλώς νέα πρόσωπα. Φέρνουν πράξεις επικίνδυνες και ερωτήματα που κανείς δεν θέλει να απαντήσει.
Όταν η αλλαγή χτυπήσει την πόρτα, θα είναι πλέον αργά.
Τι είναι αυτό που φοβόμαστε περισσότερο; Το άγνωστο ή αυτά που αποκαλύπτει για εμάς;
Το παιδί δεν μιλούσε. Οι μοναχοί το δέχτηκαν σαν να ήταν πάντα εκεί. Το έβλεπαν να περιπλανιέται στα βουνά και να επιστρέφει χωρίς εξηγήσεις. Ο Άγγελος το συνάντησε μια μέρα στο μοναστήρι και, όταν το κοίταξε, ένιωσε κάτι βαθύτερο από όσα είχε ζήσει. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει, αν και δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Το πήρε από το χέρι και το οδήγησε έξω από το μοναστήρι, προς το αυτοκίνητό του. Το παιδί στάθηκε μπροστά στην πόρτα του συνοδηγού. Ο Άγγελος το κοίταξε και ρώτησε: «Τι θέλεις;». Το παιδί δεν απάντησε. Και τότε, το απόγευμα, έφυγαν μαζί.
- Απόσπασμα από το βιβλίο